- ἐντεριώνας
- ἐντεριώνᾱς , ἐντεριώνηinmost partfem acc plἐντεριώνᾱς , ἐντεριώνηinmost partfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.